Αρχική Χάρτης Πλοήγησης Αναζήτηση
 

 
Το θέμα της συγκέντρωσης των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης καθώς και το ζήτημα της συμμετοχής στο μετοχικό τους κεφάλαιο ατόμων που κατέχουν σημαντικό ποσοστό σε εταιρείες με άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες, είναι πολυδιάστατο. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αρμόδια είναι η Γενική Διεύθυνση Εσωτερικής Αγοράς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, καθότι οποιαδήποτε πολιτική για τα ΜΜΕ πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους κανόνες λειτουργίας και κανονικότητας της εσωτερικής αγοράς. Είναι δηλαδή καταρχήν θέμα ανταγωνισμού αφού η Κοινότητα πρέπει μέσω μιας συντονιστικής πολιτικής να εξασφαλίζει σε όλα τα κράτη μέλη τις ίδιες συνθήκες αγοράς για όλες τις επιχειρηματικές δραστηριότητες. Το θέμα αυτό αφορά βεβαία και την Επιτροπή Πολιτισμού και Παιδείας, η οποία είναι αρμόδια για την διαμόρφωση μια ευρωπαϊκής πολιτικής για τα ΜΜΕ. Η καλύτερη κατανόηση όμως αυτού του προβλήματος προϋποθέτει μια αναλυτική παρουσίαση της Ευρωπαϊκής πολιτικής για τα ΜΜΕ έτσι ώστε να δούμε καλύτερα το βαθμό και τον τρόπο που η ΕΕ επηρεάζει τις εθνικές πολιτικές στον τομέα αυτόν. Η κοινοτική πολιτική στα ΜΜΕ αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης πολιτικής και έγκειται στην ενθάρρυνση της παραγωγής και διανομής ευρωπαϊκών έργων με τη δημιουργία ενός ασφαλούς και σταθερού νομικού πλαισίου για την εξασφάλιση της ελεύθερης παροχής οπτικοακουστικών υπηρεσιών, καθώς και στην προώθηση κατάλληλου μηχανισμού υποστήριξης. Επιδίωξη είναι η μεγιστοποίηση της ανταγωνιστικότητας της οπτικοακουστικής βιομηχανίας, προκειμένου να δημιουργηθεί μια βιομηχανία ικανή να παράγει οπτικοακουστικό περιεχόμενο σημαντικό για τους ευρωπαίους πολίτες. Επί του παρόντος, ο στόχος αυτός δεν έχει υλοποιηθεί. Όπως επισημαίνεται, η ευρωπαϊκή αγορά κυριαρχείται συντριπτικά από τις αμερικανικές παραγωγές. Το ετήσιο έλλειμμα οικονομικού ισοζυγίου στο οπτικοακουστικό χώρο της ΕΕ με τις ΗΠΑ υπολογιζόταν το 1999 σε 7 δις ευρώ, ενώ οι αμερικανικές παραγωγές αντιστοιχούν σε ποσοστό μεταξύ 60% και 90% των αγορών οπτικοακουστικού υλικού των κρατών μελών. Το αντίστοιχο ευρωπαϊκό μερίδιο της αμερικανικής αγοράς ανέρχεται μόλις σε ποσοστό της τάξης του 1-2%. Το θέμα της διασφάλισης του ελεύθερου ανταγωνισμού συνδέεται επίσης με την αυξημένη τάση συγχώνευσης μεγάλων επιχειρήσεων οπτικοακουστικών μέσων, ενώ μια άλλη οικονομική πτυχή είναι η δημιουργία θέσεων εργασίας, που επίσης λαμβάνονται υπόψη κατά την εκπόνηση της κοινοτικής πολιτικής για τα ΜΜΕ. Πράγματι, ο οπτικοακουστικός τομέας αποτελεί τη νέα μεγάλη πηγή δημιουργίας χιλιάδων θέσεων εργασίας υψηλής ειδίκευσης. Στο σημείο αυτό είναι ενδιαφέρουσα η Έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την αξιοποίηση των δυνατοτήτων της πληροφορικής επανάστασης, η οποία υπολογίζει ότι ως το 2005 οι θέσεις εργασίας υψηλής ειδίκευσης θα αυξηθούν κατά 350.000. Στη βάση των παραπάνω διαπιστώσεων, τα οπτικοακουστικά αγαθά αντιμετωπίζονται από την Κοινότητα σε μεγάλο Βαθμό ως υλικά αγαθά. Μια άλλη παράμετρος που αποτελεί επίσης μέρος της οπτικοακουστικής πολιτικής είναι η προστασία των δικαιωμάτων του δημιουργού. Απότοκη αυτών είναι η πολιτική της ΕΕ κατά της πειρατείας, η οποία έχει αποκτήσει μεγάλες διαστάσεις. Παρόλο που η πολιτική στα επίπεδα που προαναφέραμε φαίνεται να αποτελεί κεντρική μέριμνα της ΕΕ, ο κοινωνικός και πολιτιστικός ρόλος των οπτικοακουστικών μέσων όχι μόνο δεν είναι περιθωριοποιημένος στη χάραξη της κοινοτικής πολιτικής, αλλά καλύπτει όλο και μεγαλύτερο μέρος τους νέους σχεδιασμούς της. Αυτό επιβεβαιώνεται από τη συχνά εκφραζόμενη γενική αρχή ότι δηλαδή δεν μπορούμε να μεταχειριζόμαστε την οπτικοακουστική βιομηχανία όπως τη συνήθη βιομηχανία. Στη γενική αυτή αρχή εντάσσεται και ο πολιτικός ρόλος των ΜΜΕ, ο ρόλος τους δηλαδή στη λειτουργία της σύγχρονης δημοκρατίας. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι τα μέσα διάδοσης πληροφοριών είναι άμεσα συνδεδεμένα με την ιστορία της δημοκρατίας και ότι η διαφοροποίηση των μέσων αυτών είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις επιμέρους μορφές οργάνωσης της. Έτσι, η διάδοση του ημερήσιου τύπου συνδέθηκε με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, ενώ στις μέρες μας βιώνουμε την ηλεκτρονική δημοκρατία, τη δημοκρατία της κοινής γνώμης, την αντιπροσωπευτική δημοκρατία των media και την επικοινωνία νέου τύπου ανάμεσα στη βάση και την κορυφή εξουσίας την οποία η σύγχρονη τεχνολογία διευκολύνει. Η Ε.Ε θεωρεί βέβαια ως προϋπόθεση συμμετοχής σε αυτή, τη δημοκρατική οργάνωση των κρατών μελών, και πιστεύει ότι η κρίση της πολιτικής είναι περισσότερο κρίση ενός συγκεκριμένου τύπου αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας παρά της πολιτικής. Με σειρά πρωτοβουλιών και δράσεων, νομοθετικού περιεχομένου, φαίνεται ξεκάθαρα ότι δίνει μεγάλη έμφαση στον πολιτιστικό ρόλο, κάτι που σημαίνει ότι οι σχετικές υπηρεσίες αντιμετωπίζονται ως πολιτιστικά αγαθά που ταυτόχρονα αντανακλούν και διαμορφώνουν τις κοινωνίες μας και αποτελούν βασικό μέσο για την αναπαραγωγή κοινών αξιών. Έτσι, οι ρυθμίσεις που προτείνονται βασίζονται σε κοινές αξίες, όπως η ελευθερία έκφρασης και το δικαίωμα απάντησης, ο πλουραλισμός, η προστασία των δημιουργών και των έργων τους, η προαγωγή της γλωσσικής και πολιτιστικής ποικιλομορφίας, η προστασία των ανηλίκων και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η προστασία των καταναλωτών. Όλα αυτά με την προϋπόθεση του σεβασμού των κανόνων του ανταγωνισμού. Έχει γίνει κατανοητό ότι μόνο αν ανατραπεί ο άνισος ανταγωνισμός που ισχύει μέχρι σήμερα μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ στα οπτικοακουστικά μέσα, μόνο δηλαδή αν μπορέσει η Ευρώπη να εξαγάγει τα δικά της πρότυπα θα μπορέσει να επιβιώσει το ευρωπαϊκό μοντέλο στο σύνολό του, ως πολιτιστικό αλλά και ως πολιτικό και κοινωνικό. Πέρα όμως από αυτή τη γενική πολιτική για την οπτικοακουστική βιομηχανία υπάρχουν και ειδικότερες δράσεις της ΕΕ όπως η οδηγία για την «τηλεόραση χωρίς σύνορα». Η ειδικότερη αντιμετώπιση της τηλεόρασης οφείλεται στο ότι εξακολουθεί να είναι το κυρίαρχο μέσο ενημέρωσης. Από τα καταγεγραμμένα 47 κανάλια το 1989 υπολογίζονται σήμερα στα 1500, ενώ εκτιμάται ότι 50 από αυτά καλύπτουν τα 3/4 της ακροαματικότητας. Ένα άλλο μεγάλο ερώτημα που παραμένει ανοικτό και στο οποίο προσπάθησε να δώσει μια απάντηση η οδηγία για την «τηλεόραση χωρίς σύνορα» αφορά στη θέση της τηλεόρασης ως δημόσιας υπηρεσίας, όταν όλα τείνουν να υποταχθούν στη λογική της αγοράς. Το πρόβλημα συνδέεται και με την τάση για ιδιωτικοποίηση των δημόσιων καναλιών και με το διαφορετικό τρόπο χρηματοδότησης δημόσιας και ιδιωτικής τηλεόρασης. Η δημόσια τηλεόραση διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κυρίως όσον αφορά την πολιτιστική και γλωσσική ποικιλομορφία, τον εκπαιδευτικό προγραμματισμό, την αντικειμενική πληροφόρηση της κοινής γνώμης, την εγγύηση του πλουραλισμού. Η ακροαματικότητα των δημόσιων κρατικών διαύλων διαφέρει σημαντικά από τη μια χώρα στην άλλη. Με βάση τα στοιχεία που υπάρχουν για το 2000 η ακροαματικότητα τους κυμαίνεται από τα 2/3 στη Δανία έως 1/10 στην Ελλάδα. Βέβαια, σε ορισμένες χώρες όπου είναι διαδεδομένη η καλωδιακή λήψη, η ερτζιανή μετάδοση περιορίζεται σχεδόν στους δημόσιους τηλεοπτικούς διαύλους, ενώ οι περισσότεροι τηλεοπτικοί φορείς μεταδίδουν σχεδόν αποκλειστικά καλωδιακά. Αυτό δυστυχώς δεν συμβαίνει στην Ελλάδα. Ένα άλλο σημαντικό θέμα είναι οι πόροι και ο τρόπος χρηματοδότησης. Η διαφήμιση αποτελεί την κύρια πηγή για τους ιδιωτικούς τηλεοπτικούς οργανισμούς και η παρατηρούμενη μείωση της τάξης του 30% των εσόδων από διαφημίσεις, η οποία συνδέεται με μια αλλαγή του γενικότερου οικονομικού περιβάλλοντος, αποτελεί ένα στοιχείο που όλο και περισσότερο γίνεται ανησυχητικό. Αντίστοιχα, οι δημόσιοι τηλεοπτικοί οργανισμοί εξακολουθούν να χρηματοδοτούνται από τα τέλη που καταβάλλουν οι τηλεθεατές. Σε ορισμένες χώρες (Ισπανία, Πορτογαλία), οι επιχορηγήσεις εξακολουθούν να αποτελούν σημαντική πηγή, ενώ στις Κάτω Χώρες τα τέλη αντικατεστάθησαν με το γενικό σύστημα φορολογίας. Το πρόβλημα εδώ είναι η ισορροπία ανάμεσα στη στήριξη στη διαφήμιση, η υπερβολική χρήση της οποίας σκοτώνει την ελευθερία, και στην κρατική ενίσχυση, της οποίας η υπερβολική χρήση μειώνει την ανεξαρτησία. Το ανοικτό λοιπόν ζήτημα είναι πως θα επιτευχθεί η προσέγγιση του ευρύτερου κοινού με την αποστολή της δημόσιας τηλεόρασης για την αναπαραγωγή βασικών πολιτισμικών αξιών, πως θα ανταγωνιστεί την ιδιωτική τηλεόραση με τις πληροφορίες συγκινησιακού και ανεκδοτολογικού τύπου που προσφέρει και βέβαια πως θα κερδίσει τη μάχη κατά της περιθωριοποίησης της. Αυτή κατά συνέπεια θα πρέπει να είναι η προτεραιότητα κάθε κυβέρνησης της χώρας μας και όχι η εξεύρεση μεθόδου ελέγχου των ΜΜΕ ή της πολιτικής ποδηγέτησης τους.